Πνυξ

Πνυξ
    Πνύξ
    gen. Πυκνός, поздн. Luc., Plut. Πνυκός ἥ Пникс или Пикн (холм в Афинах, к зап. от Акрополя, место народных собраний) Arph., Thuc., Dem., Plat. etc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Πνυξ" в других словарях:

  • πνύξ — the Pnyx masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πνύξ — κός, η, ΝΜΑ, και Πνύκα, Ν, και Πνύξ, Πυκνός, Α βραχώδες ημικυκλικό ύψωμα ανάμεσα στον λόφο τών Νυμφών και τον λόφο τών Μουσών, όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις τής εκκλησίας τού δήμου τών Αθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. που ανάγεται… …   Dictionary of Greek

  • πυκνί — πνύξ the Pnyx masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνῶν — πνύξ the Pnyx masc gen pl πυκνάζω to be frequent fut part act masc voc sg πυκνάζω to be frequent fut part act neut nom/voc/acc sg πυκνάζω to be frequent fut part act masc nom sg (attic epic ionic) πυκνός close fem gen pl πυκνός close masc/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνός — πνύξ the Pnyx masc gen sg πυκνός close masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυξίν — πνύξ the Pnyx masc dat pl (epic) πυξίς box of box wood fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύκνα — πνύξ the Pnyx masc acc sg πυκνος with pointed bottom neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύκνας — πνύξ the Pnyx masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Пникс — Координаты: 37°58′18″ с. ш. 23°43′10″ в. д. / 37.971667° с. ш. 23.719444° в. д.  …   Википедия

  • Πυκναία — ἡ, Α η Πνύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός + κατάλ. αία (βλ. λ. Πνύξ)] …   Dictionary of Greek

  • πυκνίτης — ὁ, θηλ. πυκνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα 2. αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («ἀκράχολος Δῆμος πυκνίτης, δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.) 3. αυτός που προέρχεται από την Πνύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»